λογοπεδικός

λογοπεδικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη λογοπεδία
2. το θηλ. ως ουσ. η λογοπεδική
η λογοπεδία
3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ειδικός στη θεραπευτική αγωγή τού λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο-* + -πεδικός (< πέδη «δεσμά»), πρβλ. ορθο-πεδικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… …   Dictionary of Greek

  • λογοθεραπευτής — ο, θηλ. τρια 1. αυτός που ασχολείται με τη λογοθεραπεία 2. ο λογοπεδικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”